- περιαγωγή
- η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω]νεοελλ.1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί2. κατάντημα, κατάντιααρχ.1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.)2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος εἰς τὸ βαλανεῑον» επιγρ.)3. περιφορά («περιαγωγὴ τῆς σελήνης», Πλούτ.)4. (για σφεντόνα) περιδίνηση5. ελιγμός («αὐτῶν συναφεῑς μὲν αἱ τάξεις, εὔστροφοι δὲ εἰσιν αἱ περιαγωγαι», Ιώσ.)6. εφέλκυση ή μετάβαση («ἡ πρὸς τὰ νοητὰ οἰκείωσις κατὰ φύσιν περιαγωγὴ τῷ γνωστικῷ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν γίνεται», Κλήμ.)7. περιφέρεια («τὴν περιαγωγὴν τῶν λοβῶν», Αρετ.)8. τόπος περίφρακτος9. (ρητ.) το να καθιστά κάποιος μια περίοδο κομψή και γλαφυρή10. η επιδίωξη τού ποθούμενου με πλάγια μέσα11. μτφ. παραπλάνηση, εκτροπή από τον σωστό δρόμο.
Dictionary of Greek. 2013.